λημεριάζω

λημεριάζω
και λημερεύω [λημέρι]
1. περνώ τη μέρα μου κρυμμένος σε λημέρι
2. περνώ κάπου άσκοπα τη μέρα μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λημεριάζω — λημέριασα, μένω σε λημέρι: Τις νύχτες λημέριαζαν στην καρδιά του δάσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής 2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του 3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα 4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά …   Dictionary of Greek

  • ολημεριάζω — και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος] 1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”